κεγχρωτός

κεγχρωτός
κεγχρωτός, -ή, -όν (Α)
εκείνος τού οποίου η επιφάνεια παρουσιάζει πολλά μικρά εξογκώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος + επίθημα -ωτός (πρβλ. αγκυλ-ωτός, κλιμακ-ωτός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεγχρωτά — κεγχρωτός covered with specks neut nom/voc/acc pl κεγχρωτά̱ , κεγχρωτός covered with specks fem nom/voc/acc dual κεγχρωτά̱ , κεγχρωτός covered with specks fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέγχρος — ο (ΑΜ κέγχρος) 1. γένος φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη, το κεχρί 2. ο καρπός τού φυτού αρχ. 1. καθετί που μοιάζει με κεχρί 2. μικρός κόκκος 3. φλόγωση τού ματιού 4. είδος φιδιού, κεγχρίας* 5. είδος μικρού διαμαντιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αβέβαιης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”